Εὐβοέων

Εὐβοέων
Εὐβοεύς
as
masc gen pl
Εὐβοέω̆ν , Εὐβοεύς
as
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ευβοέων, Κοινό των- — Πολιτειακή ένωση ευβοϊκών πόλεων στην αρχαιότητα. Βλ. λ. κοινόν …   Dictionary of Greek

  • παρθενόπη — I Μικρό νησί του Νότιου Ευβοϊκού κόλπου, κοντά στον Μαραθώνα της Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο του Μαραθώνα. II Πρόσωπο της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, μία από τις Σειρήνες. Από την απελπισία της, επειδή ο Οδυσσέας κατόρθωσε να… …   Dictionary of Greek

  • φωκίων — (περίπου 397 – 318 π.Χ.). Αθηναίος στρατηγός και πολιτικός της ολιγαρχικής παράταξης. Το 349 κέρδισε μια μάχη στις Ταμύνες της Ευβοίας κατά των Ευβοέων, που είχαν αποστατήσει, χωρίς όμως να πετύχει οριστικά αποτελέσματα. Μολονότι είχε πιστέψει… …   Dictionary of Greek

  • Εύβοια — I Νησί (3.658 τ. χλμ., 209.130 κάτ.) που απλώνεται με νοτιοανατολική κατεύθυνση κατά μήκος της βορειοανατολικής ακτής της Στερεάς Ελλάδας. Είναι το δεύτερο σε μέγεθος νησί της Ελλάδας μετά την Κρήτη. Στα Β του νησιού οι δίαυλοι του Τρίκερι και… …   Dictionary of Greek

  • Κοινόν — Πολιτειακές ενώσεις στην αρχαία Ελλάδα. Αυτές αποτελούνταν αρχικά από πολλές πόλεις της ίδιας φυλής ή, αργότερα, και από ξένες πόλεις, που η καθεμία διατηρούσε συνήθως την αυτονομία της, είχε τη δική της νομοθεσία, έκοβε δικά της νομίσματα, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • Χαιρώνεια — I Αρχαία πόλη της Βοιωτίας, στα όρια της αρχαίας Φωκίδας, στη θέση όπου βρίσκεται το σημερινό ομώνυμο χωριό, η οποία γνώρισε σημαντική ακμή στην αρχαιότητα. Ήταν πατρίδα του Πλούταρχου και η ονομασία της συνδέεται κυρίως με την περίφημη μάχη του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”